- ολοήμερος
- -η, -οαυτός που διαρκεί όλη τη μέρα: Ταξίδι ολοήμερο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ολοήμερος — και ολήμερος, η, ο (Α ὁλοήμερος και ὁλήμερος, ον) 1. αυτός που διαρκεί όλη μέρα 2. αδιάκοπος, συνεχής αρχ. αυτός που εργάζεται όλη την ημέρα («ὁλοήμεροι ποταμῑται», πάπ.). επίρρ... ολοήμερα (Μ ὁλοημέρως) 1. καθ όλη τη διάρκεια τής ημέρας, όλη την … Dictionary of Greek
ὁλοημέρως — ὁλοήμερος working the wholeday adverbial ὁλοήμερος working the wholeday masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοημέροις — ὁλοήμερος working the wholeday masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοημέρου — ὁλοήμερος working the wholeday masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοημέρῳ — ὁλοήμερος working the wholeday masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek
ολήμερος — η, ο (Α ὁλήμερος, ον) βλ. ολοήμερος … Dictionary of Greek